lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιουσία στα δανική

Λέξη:
περιουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
besiddelse, besmittelse, bo, bondegård, egen, egenart, egenskab, ejendom, erhvervelse, formue, gods, gård, jordegods, karakter, kvalitet, lykke
Σχετικές λέξεις:
δανική περιουσία, περιουσία ωνάση, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία σαββίδη, περιουσία μοναχών, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία στα δανική, besiddelse στα ελληνικά
περιουσία στα δανική