lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα αγγλικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
adorn, decorate, embellish, beautify, brighten, deck, garnish, ornament, streamline
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα αγγλικά, adorn στα ελληνικά
στολίζω στα αγγλικά