lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα σουηδικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
dekorera, pryda, sira, smycka, dekoration, försköna, orden, utsmyckning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα σουηδικά, dekorera στα ελληνικά
στολίζω στα σουηδικά