lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
ведучий, верх, верхній, вершина, вищий, збагатити, збагатіть, збагачувати, малюнок, найвищий, одяг, постать, прикрасити, прикрасьте, прикрашати, прикрашувати, провідний, тканина, фіга, фігура, цифра, шпиль, інжир
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
στολίζω στα ουκρανικά