lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
kaunistaa, koristaa, koristella
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα φινλανδικά, kaunistaa στα ελληνικά
στολίζω στα φινλανδικά