lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα γαλλικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (19):
affubler, afistoler, agencer, agrémenter, ajuster, chamarrer, colorer, décorer, embellir, emperler, enjoliver, enrichir, flatter, garni, orner, parer, poétiser, recolorer, égayer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα γαλλικά, affubler στα ελληνικά
στολίζω στα γαλλικά