lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
adornar, aformosear, ataviar, condecorar, decorar, enfeitar, esmaltar, guarnecer, ornamentar, ornar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα πορτογαλικά, adornar στα ελληνικά
στολίζω στα πορτογαλικά