lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στολίζω στα ιταλικά

Λέξη:
στολίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
abbellire, addobbare, adornare, aggraziare, decorare, fregiare, guarnire, imbellire, ornare, parare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά στολίζω, στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λαμπάδες, στολίζω στα ιταλικά, abbellire στα ελληνικά
στολίζω στα ιταλικά