lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα βουλγαρικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
препятствие, бент
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα βουλγαρικά, препятствие στα ελληνικά
εμπόδιο στα βουλγαρικά