lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα γαλλικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (22):
accroc, achoppement, anicroche, barquerolle, barrage, barre, barrière, cahot, caillot, contrariété, difficulté, embarras, empêchement, encombre, entrave, haie, hic, inconvénient, obstacle, obstruction, opposition, traverse
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα γαλλικά, accroc στα ελληνικά
εμπόδιο στα γαλλικά