lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα δανική

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
afspærring, barriere, besvær, bom, dam, dige, dæmning, forhindring, hinder, hindring, låge, moder, port
Σχετικές λέξεις:
δανική εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα δανική, afspærring στα ελληνικά
εμπόδιο στα δανική