lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα νορβηγικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (16):
barriere, besvær, bom, bøyg, dam, demning, forhindring, handikapp, hinder, hindra, hindring, moder, motbør, port, stengsel, vanskelighet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα νορβηγικά, barriere στα ελληνικά
εμπόδιο στα νορβηγικά