lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα σουηδικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
barriär, black, bom, damm, handikapp, hinder, hindra, moder, räck, stängsel, svårighet
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα σουηδικά, barriär στα ελληνικά
εμπόδιο στα σουηδικά