lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα γερμανικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (23):
abhaltung, absperrbaum, barriere, damm, deich, hemmnis, hindernis, hürde, klippe, pforte, schlagbaum, schranke, schwierigkeit, sperling, sperrbaum, sperre, stange, staudamm, strich, störung, tor, verhinderung, verhütung
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα γερμανικά, abhaltung στα ελληνικά
εμπόδιο στα γερμανικά