lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόδιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
εμπόδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
barra, barreira, contrariedade, dique, embales, embaraço, embargo, impedimento, incidência, inconveniente, obstáculo, pena, permanece, presa, pueril, represa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εμπόδιο, σκόπελος εμπόδιο, παιδαγωγικό εμπόδιο, ονειροκρίτης εμπόδιο, ζώδια εμπόδιο, επιστημολογικό εμπόδιο, εμπόδιο στα πορτογαλικά, barra στα ελληνικά
εμπόδιο στα πορτογαλικά