lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα γερμανικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (19):
absatz, einstellung, erholungspause, halt, intervall, lücke, pause, rast, rest, ruhe, ruhepause, stillstand, stockung, störung, unterbrechung, zwischenakt, zwischenraum, zwischenwand, zwischenzeit
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα γερμανικά, absatz στα ελληνικά
διάλειμμα στα γερμανικά