lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα δανική

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
afbrydelse, frikvarter, hvile, interval, pause, rast, rekreation, ro, standsning, stans, stoppested
Σχετικές λέξεις:
δανική διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα δανική, afbrydelse στα ελληνικά
διάλειμμα στα δανική