lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα ιταλικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
alt, arresto, fermata, fermo, gap, intermezzo, interruzione, intervallo, lacuna, pausa, quiete, requie, ricreazione, riposo, sosta
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα ιταλικά, alt στα ελληνικά
διάλειμμα στα ιταλικά