lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα αγγλικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (31):
break, breathing-space, cessation, dash, discontinuance, discontinuity, gap, half-time, halftime, hiatus, hyphen, interact, interlude, intermission, interruption, interval, let-up, letup, outage, pause, playtime, recess, recreation, respire, rest, rupture, stop, stopover, stroke, suspense, timeout
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα αγγλικά, break στα ελληνικά
διάλειμμα στα αγγλικά