lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα σουηδικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
mellanakt, tankstreck, avbrott, frikvarter, intervall, paus, rast, störa, uppehåll
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα σουηδικά, mellanakt στα ελληνικά
διάλειμμα στα σουηδικά