lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα νορβηγικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avbrott, avbrytelse, frikvarter, intervall, mellomrom, oppholt, pause, rast, stans, staura, stopp, stoppested
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα νορβηγικά, avbrott στα ελληνικά
διάλειμμα στα νορβηγικά