lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα τσεχική

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (26):
doraz, interval, klid, mezera, meziaktí, mezidobí, mezihra, oddech, odklad, odmlka, odpočinek, osvěžení, pauza, pomlka, pomlčka, prázdniny, přerušení, přerušování, přestávka, rekreace, stanice, volno, vypnutí, zastavení, zastávka, zábava
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα τσεχική, doraz στα ελληνικά
διάλειμμα στα τσεχική