lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάλειμμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
διάλειμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
descanso, entreacto, pausa, interrupção, interrupções, intervalo, parada, paragem, trégua
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διάλειμμα, διάλειμμα σχεσης, διάλειμμα συνώνυμα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα παιδικο, διάλειμμα στα πορτογαλικά, descanso στα ελληνικά
διάλειμμα στα πορτογαλικά