lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μένω στα ουκρανικά

Λέξη:
μένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
баріться, віяти, далі, дихніть, жити, залишатися, залишитися, зупинятися, лишатися, лишитися, мешкайте, мешкати, перебування, перебувати, перебудьте, подих, пожити, продовжувати, продовжуватися, продовжуйтеся, проживати, точитись, хатина, існувати, існуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μένω, μένω σε κάποια γειτονιά στίχοι, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω ενεός, μένω εκτός στίχοι, μένω στα ουκρανικά, баріться στα ελληνικά
μένω στα ουκρανικά