lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα δανική

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
briste, eksplodere, afgøre, beslutte, bestemme
Σχετικές λέξεις:
δανική διαιτητεύω, διαιτητεύω στα δανική, briste στα ελληνικά
διαιτητεύω στα δανική