lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
arbitrar, determinar, dirimir, resolver, solucionar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διαιτητεύω, διαιτητεύω στα πορτογαλικά, arbitrar στα ελληνικά
διαιτητεύω στα πορτογαλικά