lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα ιταλικά

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
crepare, esplodere, scoppiare, decidere, deliberare, risolvere, sciogliere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διαιτητεύω, διαιτητεύω στα ιταλικά, crepare στα ελληνικά
διαιτητεύω στα ιταλικά