lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
määrätä, päättää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διαιτητεύω, διαιτητεύω στα φινλανδικά, määrätä στα ελληνικά
διαιτητεύω στα φινλανδικά