lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα ουγγρική

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
lefogás, szögrögzítés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διαιτητεύω, διαιτητεύω στα ουγγρική, lefogás στα ελληνικά
διαιτητεύω στα ουγγρική