lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα τσεχική

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
explodovat, prasknout, propuknout, puknout, přimět, rozhodnout, rozhodovat, rozsoudit, rozsuzovat, roztrhnout, soudcovat, vybuchnout, vybuchovat, vyřešit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διαιτητεύω, διαιτητεύω στα τσεχική, explodovat στα ελληνικά
διαιτητεύω στα τσεχική