lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα αγγλικά

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
burst, explode, adjudicate, arbitrate, adjudge, clinch, decide, determine, settle, umpire
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά διαιτητεύω, διαιτητεύω στα αγγλικά, burst στα ελληνικά
διαιτητεύω στα αγγλικά