lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαιτητεύω στα ρωσικά

Λέξη:
διαιτητεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
взорвать, рассаживать, решать, вершить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διαιτητεύω, διαιτητεύω στα ρωσικά, взорвать στα ελληνικά
διαιτητεύω στα ρωσικά