lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα αγγλικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (20):
avert, balk, bother, disrupt, distract, disturb, embarrass, forestall, hamper, handicap, heckle, hinder, impede, intrude, obstruct, obviate, perturb, preclude, prevent, stop
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα αγγλικά, avert στα ελληνικά
αποτρέπω στα αγγλικά