lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα νορβηγικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
avstyra, bry, distrahere, forebygge, forhindre, forrykke, forstyrre, førebygga, hefte, hemme, hindra, hindre, mota, sjenere, uro
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα νορβηγικά, avstyra στα ελληνικά
αποτρέπω στα νορβηγικά