lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
contrariar, embaraçar, embargar, estornar, impedir, importunar, incomodar, interferir, molestar, obstar, obstruir, perturbar, precaver, prevenir, revolver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα πορτογαλικά, contrariar στα ελληνικά
αποτρέπω στα πορτογαλικά