lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα πολωνική

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
przeszkadzać, zapobiegać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα πολωνική, przeszkadzać στα ελληνικά
αποτρέπω στα πολωνική