lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα ρωσικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
беспокоить, докучать, мешать, препятствовать, предотвращать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα ρωσικά, беспокоить στα ελληνικά
αποτρέπω στα ρωσικά