lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα δανική

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
distrahere, forebygge, forhindre, forrykke, forstyrre, hefte, hindre, uro
Σχετικές λέξεις:
δανική αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα δανική, distrahere στα ελληνικά
αποτρέπω στα δανική