lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα φινλανδικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
ehkäistä, estää, häiritä, haitata, torjua, vaivata, pidättää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα φινλανδικά, ehkäistä στα ελληνικά
αποτρέπω στα φινλανδικά