lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
замінаць, перашкаджаць, адхіляць, папярэджваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα λευκορωσίας, замінаць στα ελληνικά
αποτρέπω στα λευκορωσίας