lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα ιταλικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
disturbare, frastornare, imbarazzare, impedire, importunare, incomodare, infastidire, interrompere, ostacolare, ovviare, perturbare, prevenire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα ιταλικά, disturbare στα ελληνικά
αποτρέπω στα ιταλικά