lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα ισπανικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (18):
contrariar, disturbar, embarazar, embargar, empachar, estorbar, impedir, incomodar, jorobar, molestar, obstar, obstruir, obviar, precaver, prevenir, quebrar, rallar, trastornar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα ισπανικά, contrariar στα ελληνικά
αποτρέπω στα ισπανικά