lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα σουηδικά

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
bry, distrahera, hämma, hindra, mota, störa, avstyra, avvärja, förebygga, motarbeta
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα σουηδικά, bry στα ελληνικά
αποτρέπω στα σουηδικά