lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτρέπω στα τσεχική

Λέξη:
αποτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
brzdit, mást, narušit, obtěžovat, otravovat, plašit, porušit, předejít, překazit, překážet, přerušit, rušit, spoutat, ucpat, vadit, vyrušit, vyrušovat, zabraňovat, zabránit, zamezit, zatarasit, znepokojit, znepokojovat, ztížit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποτρέπω, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω από, αποτρέπω in english, απορρίπτω συνώνυμο, αποτρέπω στα τσεχική, brzdit στα ελληνικά
αποτρέπω στα τσεχική