lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα γερμανικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (20):
abgeben, anfertigen, auswerfen, begründen, bilden, erschaffen, erzeugen, formen, hergestellt, herstellen, hervorbringen, konstruieren, kreieren, machen, produzieren, schaffen, schulen, trainieren, tun, verfertigen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα γερμανικά, abgeben στα ελληνικά
παράγω στα γερμανικά