lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα νορβηγικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
avkastning, danne, dikte, fabrikkere, forme, frembringe, fremstille, gestalt, komponere, konstruere, lage, nummer, producers, produsere, skape, tilvirke, utgjøre
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα νορβηγικά, avkastning στα ελληνικά
παράγω στα νορβηγικά