lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα λευκορωσίας

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (10):
адбыцца, выконваць, выпрацоўваць, вырабатывать, вырабляць, здабываць, падрыхтоўваць, праводзіць, рабіць, ствараць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα λευκορωσίας, адбыцца στα ελληνικά
παράγω στα λευκορωσίας