lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα λιθουανική

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (3):
gaminti, dresiruoti, mokyti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα λιθουανική, gaminti στα ελληνικά
παράγω στα λιθουανική