lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα γαλλικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
composer, confectionner, constituer, créer, enfanter, fabriquer, façonner, forme, former, manufacturer, organiser, produire, ériger, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα γαλλικά, composer στα ελληνικά
παράγω στα γαλλικά