lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παράγω στα σουηδικά

Λέξη:
παράγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
alstra, avkastning, dana, fabricera, framställa, gestalt, inbringa, komponera, nummer, producera, siffra, tillverka, utgöra
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά παράγω, παράγω συνώνυμα, παράγω προστακτική, παράγω παραγάγω, παράγω παράξω, παράγω κλίση, παράγω στα σουηδικά, alstra στα ελληνικά
παράγω στα σουηδικά